- ἐνδεικνύω
- ἐνδείκνυμιmarkpres subj act 1st sgἐνδείκνυμιmarkpres subj act 1st sgἐνδείκνυμιmarkpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
ενδεδειγμένος — η, ο βλ. ενδεικνύω … Dictionary of Greek
φιλενδείκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να επιδεικνύεται, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐνδείκτης (< ἐνδεικνύω «δείχνω, φανερώνω»)] … Dictionary of Greek